ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ — Στhν Ήπειρο δαρμός. Μα ξαστερώνει. Λαμπρό γιορτάζει κι η έρμη Βαλαώρα, του χρόνου ήρθε το πλήρωμα, η κατάρα λύθηκε? η Τουρκομάχα, νικηφόρα. — Ζει το Σούλι σου, σείστηκε η Χιμάρα της Πρέβεζας ο κόρφος λαχταρίζει, καράβια ελληνικά περνάν, αντάρα, σημαία γλαυκή στο Μέτσοβο ανεμίζει. Από ακάθαρτο χνώτο μολεμένα του μαύρου Αλή-Πασά το μετερίζι, τα Γιάννενα τα κοσμοξακουσμένα, κορώνα τους φορούν το Μιτσικέλι, λάμπουν κι αυτά τα χιλιοδοξασμένα. — Της Ήπειρος τα δάκρυα πια δε θέλει στου Λούρου τα νερά να στάξει επάνω, θολό δροσιά είν? αυγής, Κυρίου Αγγέλοι σάμπως γυρτοί στον ποταμό τον πλάνο. — Της νιότης σου είμαι τα? όνειρο, από πέρα ήρθα, με φέρν? η ευκή σου, να σε ράνω με πάχνη από τον Κίσσαβο, πατέρα! |